χρησιμοποιώ

χρησιμοποιώ
χρησιμοποίησα, χρησιμοποιήθηκα, χρησιμοποιημένος, μεταχειρίζομαι κάτι, κάνω κάτι να χρησιμεύσει σε κάτι: Χρησιμοποίησε το όνομά σου, για να τον πείσει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρησιμοποιώ — χρησιμοποιώ, χρησιμοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρησιμοποιώ — Ν κάνω χρήση ενός πράγματος, μεταχειρίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήσιμος + ποιώ*. Η λ., στον λόγιο τ. χρησιμοποιέω, ῶ, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • μακαρονίζω — χρησιμοποιώ μακαρονισμούς στον λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακαρόνι (βλ. μακαρονικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • δημοτικίζω — χρησιμοποιώ τη δημοτική προφορικά και γραπτά, είμαι φίλος της δημοτικής. Αντίθ. αρχαΐζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταχειρίζομαι — (ΑΜ μεταχειρίζομαι, Α σπαν. και ενεργ μεταχειρίζω, Μ και μεταχειρίζω και μεταχερίζομαι και ματαχερίζομαι) 1. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, χειρίζομαι («μεταχειρίστηκα το φτυάρι για να σκαλίσω τη γη») 2. (συν. με επίρρ.) φέρομαι σε κάποιον με τον έναν… …   Dictionary of Greek

  • παραχρώμαι — άομαι, ΜΑ μσν. 1. κάνω ερωτικές καταχρήσεις («παραχράται πολύ σφοδρῶς συνουσιάζει, ἀκολάστως μίγνυται εἴρηται δὲ καὶ περὶ ἐκάστου πράγματος ὅ ἐκ περιουσίας γίνεται», λεξ. Σούδα) 2. κάνω κατάχρηση λέξεως («Σοφοκλής παραχρᾱται τῇ λέξει… …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • επιστρατεύω — (AM ἐπιστρατεύω) [στρατεύω] νεοελλ. 1. (για την κυβέρνηση ή τις αρμόδιες στρατιωτικές αρχές) προσκαλώ και κατατάσσω στα όπλα κλάσεις εφέδρων 2. χρησιμοποιώ σε υπεύθυνη θέση πρόσωπο λόγω τών ικανοτήτων του, κατά παρέκκλιση τής ιεραρχίας 3.… …   Dictionary of Greek

  • εφέπω — ἐφέπω (Α) Ι. ενεργ. 1. χειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιδέξια, στρέφω, εκσφενδονίζω («ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος», Πίνδ.) 2. κατευθύνω προς κάποιον ή εναντίον κάποιου («Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 3. εξαναγκάζω κάποιον με τη βία,… …   Dictionary of Greek

  • καταναισιμώ — καταναισιμῶ, όω (Α) χρησιμοποιώ υπερβολικά κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀναισιμῶ «χρησιμοποιώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”